Η συστηματική γυμναστική φαίνεται πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία των ατόμων άνω των 45 ετών. Σε μια μεγάλη μελέτη, που δημοσιεύθηκε το περασμένο φθινόπωρο, διαπιστώθηκε ότι όσοι εκ των 12.000 εθελοντών ηλικίας 65-83 ετών γυμνάζονταν συστηματικά επί τουλάχιστον 30 λεπτά την ημέρα, πέντε ημέρες την εβδομάδα, είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να διαφυλάξουν την υγεία τους τα επόμενα 11 χρόνια. Και αυτό ήταν ανεξάρτητο από το αν κάπνιζαν, το μορφωτικό τους επίπεδο, το σωματικό βάρος και άλλες παραμέτρους.
Εκείνο όμως που παρέμενε ασαφές ήταν εάν πρέπει κάποιος να αρχίσει να γυμνάζεται σε νεαρή ηλικία ή αν ωφελείται και από την έναρξη της συστηματικής γυμναστικής στη μέση ηλικία.
Για να διερευνήσουν το θέμα, επιστήμονες από την Ερευνητική Ομάδα Φυσικής Δραστηριότητας του University College του Λονδίνου (UCL) και ερευνητικά ιδρύματα του Καναδά εξέτασαν στοιχεία από την επονομαζόμενη μελέτη ELSA, στο πλαίσιο της οποίας παρακολουθείται σε βάθος χρόνου η πορεία της υγείας χιλιάδων άγγλων εθελοντών και καταγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος ζωής τους.
Για τη νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο τεύχος Φεβρουαρίου της «Βρετανικής Επιθεώρησης Αθλητιατρικής» (BJSM), οι επιστήμονες του UCL και οι συνεργάτες του επέλεξαν 3.454 υγιείς άνδρες και γυναίκες που είχαν συμπληρώσει την περίοδο 2002-2003 αναλυτικά ερωτηματολόγια φυσικής κατάστασης.
Οι εθελοντές, που είχαν ηλικία 55-73 ετών κατά την έναρξη της μελέτης, συμπλήρωσαν εκ νέου τα ερωτηματολόγια την περίοδο 2010-2011.
Οι ερευνητές όρισαν ως συστηματική φυσική δραστηριότητα την «ενασχόληση επί τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα με μέτριας ή υψηλής εντάσεως δραστηριότητες», στις οποίες συμπεριλαμβάνεται κανονική γυμναστική (λ.χ. στο γυμναστήριο, τζόγκινγκ κ.λπ.).
Κατά την επανεξέταση του 2010-2011, οι εθελοντές χωρίσθηκαν σε κατηγορίες αναλόγως με το αν είχαν παραμείνει δραστήριοι, αν έγιναν δραστήριοι, αν παρέμειναν αδρανείς ή αν έγιναν αδρανείς. Επιπλέον, η υγεία τους βαθμολογήθηκε ανάλογα με το αν στο μεσοδιάστημα είχαν εκδηλώσει σοβαρά νοσήματα (όπως ο διαβήτης, η καρδιοπάθεια και η άνοια), ενώ υποβλήθηκαν και σε τεστ αξιολόγησης της μνήμης και της σκέψης.
Οσοι εξάλλου δήλωσαν ότι γυμνάζονται χρησιμοποίησαν επί μία εβδομάδα συσκευές καταγραφής της δραστηριότητάς τους, ώστε να βεβαιωθούν οι ερευνητές πως ήταν όσο δραστήριοι έλεγαν.
Η ανάλυση όλων αυτών των στοιχείων έδειξε πως όσοι εθελοντές ήταν και παρέμειναν δραστήριοι είχαν εκδηλώσει τα λιγότερα προβλήματα υγείας. Εντούτοις, όσοι εθελοντές άρχισαν να γυμνάζονται συστηματικά στη μέση ηλικία, παρότι πριν δεν ασκούνταν καθόλου, είχαν σχεδόν εξίσου λίγα προβλήματα υγείας.
Στην πραγματικότητα, διέτρεχαν το ένα έβδομο του κινδύνου να παρουσιάσουν κάποια σοβαρή ασθένεια σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που έγιναν ή παρέμειναν λάτρεις της καθιστικής ζωής – και αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν οι ερευνητές συνυπολόγισαν τους άλλους παράγοντες που υπονομεύουν την υγεία, όπως το κάπνισμα.
Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν εκείνα μελέτης του 2009, η οποία είχε διεξαχθεί σε 2.000 μεσήλικους άνδρες και είχε δείξει πως όσοι είχαν αρχίσει να γυμνάζονται συστηματικά μετά τα 50 τους είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν μέσα στην επόμενη 35ετία σε σύγκριση με όσους εξακολούθησαν να περνούν τη ζωή τους χωρίς γυμναστική.
Ομως η νέα μελέτη υποδηλώνει πως η γυμναστική μετά τα 50 δεν παρατείνει απλώς τη ζωή, αλλά σχεδόν εξασφαλίζει ότι τα γηρατειά θα είναι υγιή – και αυτό είναι, κατά τον δρα Χάμερ, το σημαντικότερο απ’ όλα.