Ευχαριστούμε τις συνεργάτιδες του Ωδείου Βορείου Ελλάδος, Δαδάτση Νικολέτα και Τσελεπή Αντιγόνη (απόφοιτες ΑΠΘ), για το άρθρο τους!
Συχνά, κατά τη διαδικασία των μαθημάτων γεννιούνται διάφοροι προβληματισμοί και ενδοιασμοί: Πόσο ελεύθερο να αφήνω το παιδί μου κατά τη διεξαγωγή του μαθήματος; Φεύγει έξω από τον κύκλο, να το αφήσω/πειράζει/τι να κάνω; Ενδιαφέρεται πραγματικά για το μάθημα; Πως μπορώ να ενισχύσω την εξερεύνηση του;
Ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου σε αυτές τι περιπτώσεις;
Θεωρώντας πως τα μαθήματα μουσικοκινητικής αποσκοπούν – μεταξύ άλλων – τόσο στη μουσική καλλιέργεια όσο και στην ενίσχυση της επικοινωνίας γονιού και παιδιού, σας παραθέτουμε το παρακάτω άρθρο με σκοπό να λυθούν οι όποιες απορίες.
Είναι ευθύνη όλων μας, δασκάλων και γονιών να ακούμε τις ανάγκες των παιδιών διατηρώντας ταυτόχρονα την ισορροπία της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας του μαθήματος. Οι μουσικές αλληλεπιδράσεις επηρεάζονται όχι μόνο από τις αναπτυξιακές δυνατότητες των παιδιών αλλά και από την απόκριση και την προσαρμογή μας σε αυτές. Με άλλα λόγια “εναρμονιζόμαστε μαζί τους και συν-αναπτυσσόμαστε”.
Ελεύθερο μουσικό παιχνίδι
Η ανάγκη για παιχνίδι στη βρεφική και πρώιμη νηπιακή ηλικία έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές. Μέσω του παιχνιδιού τα παιδιά συμμετέχουν αυθόρμητα σε δραστηριότητες όπου στόχος είναι η διαδικασία και όχι το αποτέλεσμα (Tarnowski, 1999 ̇ Smithrim, 1997). Έχει αποδειχθεί ωστόσο ότι οι ομαδικές δραστηριότητες μέσα στα πλαίσια ενός μουσικού προγράμματος είναι συνδεδεμένες με ευκαιρίες για ελεύθερο μουσικό παιχνίδι (Littleton, 1991).
Σύνηθες σε αυτά τα προγράμματα είναι ότι κάποια παιδιά δεν ολοκληρώνουν τη δραστηριότητα της ομάδας, κάποια άλλα μεταφέρουν «αντικείμενα» στο κύκλο του ομαδικού παιχνιδιού, άλλα συμμετέχουν έξω από το κύκλο ενώ άλλα παίζουν μόνα τους αγνοώντας τις ομαδικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με ερευνητές όπως η Taggart (2000) και ο Sherman (2000) ακόμη και σε ομαδικές δραστηριότητες, τα παιδιά πρέπει να ακούν, να παρατηρούν και να εξερευνούν μουσικά όπως επιθυμούν. Με αυτό το τρόπο η συνεισφορά κάθε παιδιού στη δημιουργική διαδικασία παίρνει αξία γι’ αυτό και η ποικιλία των διαφορετικών μουσικοκινητικών αποδόσεων θα πρέπει να εκτιμάται. Επομένως, έμφαση πρέπει να δίνεται στην εξερεύνηση και την ελεύθερη μίμηση των παιδιών και όχι τόσο στη πιστή αντιγραφή και αναπαραγωγή των κινήσεων του δασκάλου.
«Η μουσική είναι ένα επικοινωνιακό και εκφραστικό μέσο, εμπλουτισμένο με ευκαιρίες για εξερεύνηση, αυτοσχεδιασμό, και δημιουργία. Είναι το κατάλληλο μέρος όπου επιτρέπεται και ενισχύεται το ελεύθερο παιχνίδι των μικρών παιδιών» Tarnowski (1999)
Πως όμως ενθαρρύνεται η μουσική εξερεύνηση των παιδιών;
Η ανάμειξη του γονιού στα πλαίσια αυτών των μαθημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική (Brand, 1986 ̇ Gordon, 1997 ̇ Zdzinski, 1996), τόσο για τη μουσική ανάπτυξη των παιδιών όσο και για την ενδυνάμωση της μεταξύ τους σχέσης τους.
Εντούτοις, οι συχνές κυριαρχικές συμπεριφορές και η κριτική διάθεση των γονιών – είτε θετική είτε αρνητική- απέναντι στα παιδιά τους μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη διακοπή του ελεύθερου μουσικού παιχνιδιού (Berger & Cooper, 2003).
Tο μουσικό παιχνίδι των παιδιών ενισχύεται όταν οι ενήλικες:
- εστιάζουν στη προσπάθεια παρά στον έπαινο που σχετίζεται με τις ικανότητες των παιδιών (π.χ. «Προσπάθησες πολύ για να τα καταφέρεις!» και όχι «Μπράβο! Είσαι μουσικό ταλέντο!»)
- παρακολουθούν και δείχνουν προσήλωση στην όλη διαδικασία,
- δε διορθώνουν το αντισυμβατικό παίξιμο (π.χ. «Όχι έτσι», «Έλα να σου δείξω»),
- δείχνουν ευελιξία και «ελαστικότητα» στις αντιδράσεις των παιδιών (ανάλογα με το δικό τους χρόνο και τρόπο),
- κάνουν θετικά σχόλια για τους ήχους που παράγουν τα παιδιά (π.χ. «Έπαιξες πολύ δυνατά το ταμπουρίνο», «Κούνησες πολύ γρήγορα τις μαράκες σου», «Αυτός ο ήχος μου θυμίζει θάλασσα»)
- ενθαρρύνουν το παίξιμο είτε θέτοντας ερωτήσεις που οδηγούν σε περαιτέρω εξερεύνηση (π.χ. «Ποιο σημείο του μαθήματος βρήκες πιο ενδιαφέρον;» «Ποιο όργανο σου άρεσε πιο πολύ;») είτε απλά χαμογελώντας τους και
- μιμούνται μία δράση
καθιστώντας έτσι τα ίδια τα παιδιά «καλλιτέχνες» σε μία μαθησιακή διαδικασία δημιουργικής φύσης (Fox, 1989 ̇ Sherman, 2000 ̇ Kohn, 2001).
Πολλές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γονείς τείνουν να θεωρούν ότι το «χαζολόγημα» (messing around) των παιδιών τους είναι κάτι μη μουσικό και περιφρονούν αυτό το είδος παιχνιδιού ως κάτι άσχετο με τη μουσική. Στη πραγματικότητα αυτός είναι ένας φυσικός τρόπος σύνδεσης με τις πραγματικές ανάγκες τους για έκφραση (LaMeri, 1933 ̇ Matthews, 2000).
Εξίσου σημαντικός κρίνεται και ο ρόλος του δασκάλου, ο οποίος δε διδάσκει τεχνικές, αλλά συμμετέχοντας και δίνοντας κατάλληλα ερεθίσματα – χωρίς να επεμβαίνει στη μουσική εξερεύνηση – καλλιεργεί και ενδυναμώνει το δεσμό ανάμεσα σε αυτόν και τα παιδιά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ενισχύεται η κατανόηση των δράσεων, με φυσικό επακόλουθο την εξισορρόπηση και την αλληλοσυμπλήρωση της ελευθερίας και της ομαδικής συμμετοχής σ’ ένα άτυπο οργανωμένο πρόγραμμα (Delalande, 1984 ̇ Lorenzo-Lasa, 2006).
Ας αφήσουμε τα παιδιά «να ενδιαφερθούν για τα αντικείμενα που παράγουν ήχο και να επεκτείνουν αυτή την εξερεύνηση μέχρι να φτάσουν να κάνουν τη δική τους μουσική» Λιάτσου(2003).